- εκτοξεύω
- (Α ἐκτοξεύω)νεοελλ.1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εκτινάσσω2. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια) απευθύνω, εκστομίζω με θυμό («εκτόξευσε απειλές, κατηγορίες»)αρχ.1. ρίχνω βέλη με τόξο, τοξεύω2. ρίχνω βέλη ώσπου να αδειάσει η φαρέτρα3. μτφ. αποδοκιμάζω, απορρίπτω4. μτφ. εξαντλούμαι, αναλίσκομαι («τὸν ἐμόν... σχεδὸν νομίζων ἐκτοξεῡσθαι βίον» — ότι ο βίος μου έχει σχεδόν εξαντληθεί, αναλωθεί, Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.